Καρκίνος του πέους διάγνωση και θεραπεία

Ο καρκίνος του πέους αρχίζει συνήθως ως μικρή και ανώδυνη βλάβη η οποία με την πάροδο του χρόνου αυξάνει σε μέγεθος. Συχνές εντοπίσεις του πεϊκού καρκίνου είναι η ακροποσθία και η βάλανος. Οι ασθενείς επισκέπτονται τον ιατρό συνήθως με αρκετή καθυστέρηση καθώς είτε ντρέπονται είτε φοβούνται. Η διάγνωση τίθεται με την κλινική εξέταση και τη βιοψία της ύποπτης περιοχής.

Τα καρκινώματα του πέους είναι σπάνια και εμφανίζονται συνήθως σε άνδρες ηλικίας άνω των 40 χρόνων. Έχει αναγνωριστεί η σημασία της παρουσίας προ-καρκινικών καταστάσεων, όπως η ξηρωτική βαλανίτιδα, η λευκοπλακία, η ερυθροπλακία του Queyrat, η νόσος του Bowen (καρκίνωμα in-situ) και το γιγαντιαίο κονδύλωμα ή όγκος των Buscke-Lowenstein. Ενοχοποιείται επίσης για την εμφάνιση καρκινωμάτων στο πέος η φίμωση, η οποία οδηγεί στην παραμονή του σμήγματος επί μακρόν στην περιοχή, το οποίο με τον χρόνιο ερεθισμό που προκαλεί, συμβάλλει στην εμφάνιση καρκινώματος, η κακή υγιεινή της περιοχής, το κάπνισμα, τη φίμωση, και τη λοίμωξη με ιούς που δημιουργούν κονδυλώματα (human papilloma virus, HPV).

Κλινικά χαρακτηριστικά και διάγνωση

Το καρκίνωμα του πέους αρχίζει συνήθως σαν μία μικρή βλάβη του πλακώδους επιθηλίου (επιδερμοειδές καρκίνωμαepidermoid carcinoma) στη βάλανο ή την ακροποσθία εικ.1 , που βαθμιαία μεγαλώνει και επεκτείνεται κατά συνέχεια ιστών στην πόσθη και το σώμα του πέους, αλλά και βαθύτερα τα σηραγγώδη σώματα. Συχνά παρουσιάζει μεταστάσεις στα βουβωνικά γάγγλια, δια των λεμφαγγείων της ακροποσθίας και σπανιώτερα σε απομακρυσμένα όργανα (πνεύμονες, ήπαρ, οστά εγκέφαλος), όταν υπάρξει διήθηση και διάσπαση του ινώδη χιτώνα των σηραγγωδών σωμάτων. Κάθε βλάβη στο πέος που ανθίσταται στην προσπάθεια μίας συντηρητικής θεραπείας, ιδιαίτερα εκείνες που καλύπτονται από την παρουσία μίας φίμωσης, πρέπει να θεωρούνται ύποπτες και να υποβάλλονται σε βιοψία, που γίνεται με ελλειπτική και σφηνοειδή στο βάθος τομή, από την περιφέρεια του όγκου .

Ακολουθεί η σταδιοποίηση της νόσου, που γίνεται με την κλινική εξέταση των βουβωνικών λεμφογαγγλίων, όπως και με την αξονική τομογραφία της κοιλιάς, που μας πληροφορεί για υψηλότερα κείμενα γάγγλια (λαγόνια, οπισθοπεριτοναϊκά) και για τα συμπαγή όργανα και τα όργανα του ουροποιητικού. Η ακτινογραφία θώρακα ή συχνά και η μελέτη με την αξονική τομογραφία, συμπληρώνουν τον κύκλο των εξετάσεων για τη σταδιοποίηση, όπου πρέπει να γνωρίζουμε, ότι στο 50%  των περιπτώσεων, τα βουβωνικά γάγγλια είναι διογκωμένα λόγω φλεγμονής.

Θεραπεία

Η χειρουργική θεραπεία αποτελεί την πρώτη μας επιλογή, ανεξάρτητα με την κατάσταση των λεμφογαγγλίων. Ανάλογα με την έκταση της βλάβης μπορεί να προχωρήσουμε σε εξαίρεση (segmental resection), με ευρεία σφηνοειδή εκτομή της βλάβης εντός υγιών ιστών  ή και σε ακρωτηριασμό του πέους μερικό (partial amputation), που επιτυγχάνει την αφαίρεση της βλάβης με υγιές τμήμα, μήκους τουλάχιστον 1 εκ., το οποίο επιτρέπει την ούρηση σε όρθια θέση, αλλά και τη δυνατότητα για κολπική σεξουαλική επαφή. Όταν η βλάβη είναι μεγάλη και δεν επιτρέπει την ασφαλή της εξαίρεση με μερικό ακρωτηριασμό, προχωρούμε σε ολικό ακρωτηριασμό του πέους (total amputation), που συνοδεύεται από τη διενέργεια και περινεϊκής ουρηθροστομίας ,μέσω της οποίας γίνεται στο εξής η ούρηση, φυσικά σε καθιστή θέση.

Η συχνά συνυπάρχουσα λεμφαδενοπάθεια (50%, των περιπτώσεων), θεραπεύεται με τη χορήγηση ευρέος φάσματος αντιβιοτικών, επί 6 εβδομάδες. Αν υποχωρήσει ο ασθενής παρακολουθείται συστηματικά, αν παραμένει και ο υπόλοιπος έλεγχος με τις εργαστηριακές εξετάσεις που αναφέραμε είναι φυσιολογικός, μπορέι να ακολουθήσει αμφοτερόπλευρος λεμφαδενικός καθαρισμός, που μπορεί να θεραπεύσει τη νόσο, όμως είναι μεγάλη εγχείρηση που συνοδεύεται από σοβαρές επιπλοκές, όπως η λεμφοκήλη και η συνεχής διαρροή λέμφου από το τραύμα και η διάσπαση του τραύματος. Εναλλακτική μέθοδο αντιμετώπισης αποτελεί η ακτινοθεραπεία των γαγγλίων, ενώ όταν υπάρχουν απομακρυσμένες μεταστάσεις εφαρμόζεται συστηματική χημειοθεραπεία, με πτωχά όμως αποτελέσματα.